- αιγυπτιώ
- αἰγυπτιῶ (-όω) (Α) [Αἰγύπτιος]κάνω κάποιον σαν Αιγύπτιο, δηλ. μελαψό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Αἰγυπτίῳ — Αἰγύπτιος in Egyptian style masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰγυπτίωι — Αἰγυπτίῳ , Αἰγύπτιος in Egyptian style masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PYTHAGORAS — I. PYTHAGORAS Euagorae filius, Diodor. l. 15. f. 460. recuperavit paternum regnum et bellô Persicô stetit a partibus Alexandri, Qu. Curt. l. 4. c. 3. II. PYTHAGORAS Exoletus, cui Nero, in modum sollemninium coniugiroum, denupsit, C. Lecaniô, M.… … Hofmann J. Lexicon universale
SECHNUPHIS — Aegyptius Sacerdos, Platonis praeceptor, memoratur Clementi l. 1. Strom. Ιςτορεῖται δὲ Πυθαγόρας μὲν Σώγχηδι τῷ Αἰγυπτίῳ αρχιπροφήτῃ μαθητευσαι. Πλάτων δὲ Σεχνούφιδι τῷ Η῾λιοπολίτῃ. Narratur autem Phthagoras fuisse discipulus Sonchedis… … Hofmann J. Lexicon universale
Αιγύπτιος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ένας από τους γέροντες προύχοντες της Ιθάκης, που πήρε πρώτος τον λόγο όταν ο Τηλέμαχος συγκάλεσε την πρώτη συνέλευση των αρχόντων. Ένας από τους γιους του, ο Ευρύνομος, ήταν ένας από τους μνηστήρες της Πηνελόπης και σκοτώθηκε … Dictionary of Greek
συνάπτω — ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνάπτω Α [ἅπτω] συνδέω, συνενώνω, συναρμόζω νεοελλ. 1. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) συνημμένος, η, ο προσαρτημένος, ενωμένος με άλλον («συνημμένο έγγραφο») 2. φρ. α) «συνάπτω σχέσεις» i) δημιουργώ φιλικές σχέσεις, πιάνω φιλία… … Dictionary of Greek